- τροχαστής
- τροχ-αστής, οῦ, ὁ,A one who works a water-wheel, PKlein.Form.1197 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχαστής — οῡ, ὁ, Α [τροχάζω] εργάτης άντλησης νερού με τη χρήση τροχού … Dictionary of Greek
τροχοβόλος — ὁ, Α τροχαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + βόλος (<βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] … Dictionary of Greek